άσκαβος

άσκαβος
η , ο см. άσκαφτος

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "άσκαβος" в других словарях:

  • άσκαφος — η, ο και άσκαβος, άσκαφτος, άσκαπτος (AM ἄσκαφος, ον) αυτός που δεν έχει σκαφτεί, που δεν έχει καλλιεργηθεί με σκαλιστήρι («άσκαφτο αμπέλι», «ἄσκαφοι ἄμπελοι») νεοελλ. 1. εκείνος που δεν έχει ανοιχτεί με σκάψιμο («άσκαφτος λάκκος») 2. όποιος δεν… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»