άσκαβος
Смотреть что такое "άσκαβος" в других словарях:
άσκαφος — η, ο και άσκαβος, άσκαφτος, άσκαπτος (AM ἄσκαφος, ον) αυτός που δεν έχει σκαφτεί, που δεν έχει καλλιεργηθεί με σκαλιστήρι («άσκαφτο αμπέλι», «ἄσκαφοι ἄμπελοι») νεοελλ. 1. εκείνος που δεν έχει ανοιχτεί με σκάψιμο («άσκαφτος λάκκος») 2. όποιος δεν… … Dictionary of Greek